- αἴθοπες
- αἴθοπεςαἶθοψmasc /fem nom /voc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
αἴθοπες — αἶθοψ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεφεληδόν — (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών νεφελών, όπως οι νεφέλες, δηλ. σε μεγάλο αριθμό («νεφεληδὸν ἐπέρρεον αἴθοπες Ἰνδοί», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek